- κερδογαμώ
- κερδογαμῶ, -έω (Α)παντρεύομαι για να αποκομίσω κέρδος («λευκώλενον λίνον κερδογαμεῑςἐπὶ τῶν αἰσχρὰς ἐπὶ κέρδει γαμούντων» — παροιμ. για όσους παντρεύονται άσχημες γυναίκες με σκοπό το κέρδος, Διογενιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < *κερδόγαμος < κέρδος + γαμώ «νυμφεύομαι»].
Dictionary of Greek. 2013.